- βασταγή
- η (Α βασταγή) [βαστάζω]1. ό,τι μπορεί να βαστάσει, να κρατήσει και να μεταφέρει κάποιος2. δέμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βασταγή — transport fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασταγαί — βασταγή transport fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασταγῆς — βασταγή transport fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασταγήν — βασταγή transport fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβασταγή — η η βασταγή* … Dictionary of Greek
αλαλάι — ἀλαλάι, το (Μ) αλαλαγμός, θόρυβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλαλάγιον, υποκορ. τού αρχ. ουσιαστ. ἀλαλαγή. Για τον σχηματισμό τής λ. ἀλαλάι πρβλ. και ἀγωγή > ἀγώγιον > ἀγώγι και ἀγώι, ἀλαγή > ἀλλάγιον > ἀλλάι, βασταγή > βαστάγιον > βαστάγι … Dictionary of Greek
βαστάγι — και βαστάι, το (Μ βαστάγιν) 1. σκοινί ή αλυσίδα από την οποία κρέμεται το καντήλι 2. σκοινί με το οποίο δένεται και εξαρτάται, κρέμεται κάτι νεοελλ. 1. ο κρίκος από τον οποίο κρέμεται το κουδούνι από το περιλαίμιο του ζώου 2. ο τοίχος γύρω από το … Dictionary of Greek
βαστάζω — και βαστώ ( άω) και βασταίνω και βαστάνω (AM βαστάζω, Μ και βαστῶ και βασταίνω και βαστάνω) 1. κρατώ κάτι με το χέρι 2. μεταφέρω 3. υπομένω, υποφέρω μσν. νεοελλ. 1. (για έγκυο γυναίκα) κυοφορώ 2. φορώ 3. κατέχω («βαστάει τα κλειδιά») 4. τηρώ… … Dictionary of Greek
βασταγάρης — ο (Μ βασταγάριος) [βασταγή] 1. βαστάζος, αχθοφόρος 2. αξιωματούχος της Εκκλησίας που κρατάει την εικόνα εορταζόμενου αγίου κατά τη λιτανεία … Dictionary of Greek
βασταγάρι — το [βασταγή] επίδεσμος με τον οποίο συγκρατείται από τον λαιμό χέρι τραυματισμένο … Dictionary of Greek